- πέπηγε
- πέπηγε: see πήγνῦμι.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πέπηγε — πήγνυμι Aër. perf imperat act 2nd sg πήγνυμι Aër. perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέπηγ' — πέπηγα , πήγνυμι Aër. perf ind act 1st sg πέπηγε , πήγνυμι Aër. perf imperat act 2nd sg πέπηγε , πήγνυμι Aër. perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)